Το Μουσείο Τηλεπικοινωνιών Ομίλου ΟΤΕ διαθέτει μια συλλογή από 13.320 τηλεφωτογραφίες που καλύπτουν τη χρονική περίοδο 1949-1988. Το αρχείο αποτελείται από φωτογραφίες που λήφθηκαν ή στάλθηκαν μέσω της τηλεφωτογραφικής υπηρεσίας του ΟΤΕ προς 35 εφημερίδες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και απεικονίζουν ποικίλες όψεις της πολιτικής, κοινωνικής, αθλητικής και πολιτισμικής ζωής της χώρας. Η υπηρεσία εξυπηρετούσε σχεδόν αποκλειστικά τις ανάγκες του φωτοειδησεογραφικού ρεπορτάζ και επομένως η εξέλιξη της ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον κόσμο του Τύπου. Το φωτορεπορτάζ αδιαφορώντας εξ αρχής για την διακριτή λεπτομέρεια της απεικόνισης, αναζήτησε το στιγμιαίο βλέμμα, την αχνή φυσική κίνηση, την αίσθηση της ρεαλιστικής σκηνής που συμπύκνωνε μια σημαντική είδηση. Κι από την στιγμή που το φωτορεπορτάζ συνδεόταν με την επικαιρότητα, με ένα γεγονός που κρινόταν άξιο καταγραφής ή έρευνας, είναι φυσικό να περιμένουμε μια ιστορία πίσω από κάθε φωτογραφία.
Έτσι συμβαίνει και με τη εικόνα που βλέπουμε παρά πάνω. Ένα διώροφο νεοκλασικό σπίτι με τρία άτομα να ξεπροβάλουν μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα και ένα πανό που αναγράφει την λέξη «ΚΑΤΑΛΗΨΗ». Οι ερευνητές του Μουσείου εντόπισαν εύκολα το γεγονός που πλαισιώνει την φωτογραφία στηριζόμενοι στην ημερομηνία που αναγράφεται στη λεζάντα (η φωτογραφία φεύγει από την Αθήνα για την εφημερίδα Μακεδονία στις 10/11/1981). Βρισκόμαστε τρεις εβδομάδες μετά τις εκλογές της «Αλλαγής» και στα Εξάρχεια, στην οδό Βαλτετσίου 42, όπου εκδηλώνεται η πρώτη κατάληψη από αναρχικούς. Ήταν φαινόμενο που παρουσιαζόταν για πρώτη φορά στην ελληνική κοινωνία και καταγράφηκε εκτενώς από τον Τύπο της εποχής, με μελανά συνήθως χρώματα: «Στρατηγείο αναρχικών, ναρκομανών, ομοφυλόφιλων και άλλων ύποπτων στοιχείων (…). Μια νοικοκυρά, μητέρα δύο παιδιών παραδέχεται ότι το πρόβλημα δεν είναι ότι έγινε μια κατάληψη. Είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι φέρνουν σήμερα έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής: Ναρκωτικά, ομοφυλοφιλία, διαφθορά» (εφημ. 13/11/1981).
Κατά την Μεταπολίτευση τα Εξάρχεια μετατράπηκαν σε χώρο δράσης των αναρχικών και διάδοσης της εναλλακτικής κουλτούρας. Τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ συχνά επεσήμαναν τη διάσταση μεταξύ των «αγνών» ιδεολογικών προθέσεων και των βίαιων πρακτικών ή υποκριτικών συμπεριφορών μιας νεολαίας μεσοαστικής καταγωγής. «Εκτός από ένα κουτί που μπορείς να ρίξεις όσα χρήματα θέλεις, για να ενισχύσεις την κατάληψη, δεν υπάρχει η παραμικρή οργάνωση για τις καθημερινές ανάγκες του σπιτιού. Η αξιοποίηση των χώρων, έστω και με την προοπτική να δημιουργηθεί μια πρωτόγονη κοινοβιακή ζωή, δεν έχει προχωρήσει. Οι «καταληψίες» κι οι επισκέπτες τους ακούνε κυρίως μουσική ροκ και παίζουν. Όταν υπάρχει «διοικητική μέριμνα» τρώνε κιόλας». (εφημ. Τα Νέα, 12/11/1981). Η κατάληψη διαλύθηκε μερικές μέρες αργότερα με την επέμβαση της αστυνομίας.
Καθώς η τεκμηρίωση της συλλογής των τηλεφωτογραφιών συνεχιζόταν οι ερευνητές του Μουσείου ήρθαν σε επαφή με τον φωτορεπόρτερ που τράβηξε την φωτογραφία, τον Γρηγόρη Ξανθό ο οποίος αποκάλυψε την ταυτότητα των προσώπων που απεικονίζονται. Πρόκειται για τους γνωστούς τραγουδιστές και καλλιτέχνες που είχαν συνδέσει το όνομά τους με τη γειτονιά των Εξαρχείων και οι οποίοι είχαν βίους παράλληλους. Είναι ο Νικόλας Άσιμος κι ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώθηκε η έρευνα γύρω από την ιστορία αυτής της φωτογραφίας. Υπάρχουν ακόμη χίλιες περίπου αταύτιστες φωτογραφίες στο αρχείο του Μουσείου που αναμένουν τους ερευνητές να αποκαλύψουν τα μυστικά τους.